- συναλγῶν
- συναλγέωshare in sufferingpres part act masc nom sg (attic epic doric)συναλγέωshare in sufferingpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπονώ — συμπονῶ, έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [πονώ] συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ) αρχ. κοπιάζω μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
ՑԱՒԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 0911 Chronological Sequence: 11c, 12c ա. συμπάσχων, συνάλγων compatiens, condolens. Կցորդ ցաւոց այլոց. կարեկից. ախտակից. վշտակից. *Ե՛կ երեմիա՝ ցաւակից մարգարէ: Զոր տեսեալ Աստուծոյ զցաւակից նորա կամս. Լմբ. պտրգ.: Մխ. երեմ.: ՑԱՒԱԿԻՑ ԼԻՆԵԼ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)